- οἰόθεν
- οἰόθεν: adv., used for an emphatic doubling, οἰόθεν οἶος, all alone (cf. αἰνόθεν αἰνῶς). (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Οἰόθεν — from Oeum indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰόθεν — from Oeum indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιόθεν — (I) οἰόθεν (Α) 1. επίρρ. από ένα μόνο μέρος, δηλ. μόνος, κατά μόνας, με τον εαυτό του 2. φρ. «οἰόθεν οἶος» ολομόναχος, κατάμονος (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. άλλο θεν)]. (II) οἰόθεν (Α) επίρρ. από τον… … Dictionary of Greek